Η ιστορία αυτή δεν σκοπεύει την αγιοποίηση ή τη στοχοποίηση κανενός. Είναι ίσως μια εξομολόγηση που έπρεπε να έχω κάνει σε κάθε περιστατικό επί τόπου αλλά δεν έκανα. Είναι γεγονότα που με έθιξαν και προσωπικά, ακόμη και αν δεν εμπλεκόμουν με κανένα άλλο τρόπο πέραν του θεατή (εγώ με έβαλα σε αυτή τη θέση και οι φόβοι μου). Ίσως ο τίτλος να παραπλανεί αν και νομίζω πως δεν είναι και λανθασμένος. Εσείς θα το κρίνετε.
Είμαστε στο έτος 2013 σε ένα νησάκι κάπου στην Ελλάδα. Ας το ονομάσουμε Φρικονήσι για λόγους ευκολίας. Σε αυτό το υπέροχο νησί υπάρχει μία κοινότητα μικροπωλητών. Κοινότητα μόνο λόγω γειτνίασης και όχι λόγω κάποιων κοινοτικών σχέσεων μεταξύ των μελών που την απαρτίζουν. Ίσως φαίνεται παράξενο εξ'αρχής αυτό, μιας και μιλάμε για ανθρώπους που έχουν επιλέξει έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και βιώνουν τις δυσκολίες του δρόμου. Αναμενόμενο θα ήταν να υπάρχει αλληλεγγύη και κατανόηση στους κόλπους μιας τέτοιας αναγκαστικής συνύπαρξης, η αλήθεια είναι όμως, ότι κάτι τέτοιο ανήκει σε μία μάλλον φιλολογική προσέγγιση και όχι στην πραγματικότητα του 2013.
Η κοινότητα αυτή είχε από όλα. Είχε χειροτέχνες χίππιδες, new age style, μικρομαφιόζους, ξένους (μετανάστες και τουρίστες που έβγαζαν τα έξοδα τους από τον πάγκο), τσιγγάνους, πανέξυπνους και μορφωμένους, αμόρφωτους και ανόητους, ντόπιους, εμπόρους, χομπίστες, ρομαντικούς, κακούς, σπάταλους και σπαγκοραμμένους. Από όλα και από όλους είχε. Δεν είχε όμως ειλικρίνεια, δεν είχε σχέσεις (όχι πέραν από τις ήδη δομημένες), δεν είχε ομόνοια, δεν είχε αλληλεγγύη, δεν είχε ανθρωπιά. Χειρότερο νομίζω όλων, ήταν ο φόβος ή η αδιαφορία που είχαμε όλοι, να "χωθούμε" σε κάποιους με άσχημη συμπεριφορά που την αντιμετωπίζαμε και οι μεν και οι δε με σιωπή.
Ευχάριστη παρουσία για μένα με ιδιαίτερη καθαρότητα είχε το τσιγγάνικο ζευγάρι της ιστορίας. Η ανθρωπιά και η επιθυμία να μοιραστεί. Θα βάλω λοιπόν αυτούς στο κέντρο και θα περιγράψω τρία περιστατικά. Αυτόν ας τον πούμε Χαλήλ και αυτήν ας την πούμε Βαρβάρα.
Ο Χαλήλ και η Βαρβάρα είχαν το αυτοσχέδιο κάρο-τροχόσπιτο πίσω από την πιάτσα που άνοιγαν οι πάγκοι. Φτιάχνουν καλάθια και τα πουλούν. Κάθε πρωί η Βαρβάρα με σκούπα και φαράσι σκούπιζε το χώμα γύρω από τον πλάτανο και καθάριζε το μέρος από γόπες και σκουπίδια που οι πολιτισμένοι της κοινότητας πετούσαμε. Είναι "αλήθεια" πως οι γύφτοι έχουν μία τάση στη βρώμα, αυτοί όμως βρε παιδί μου, πολύ καθαροί. Μάλλον επειδή εμείς οι φυσιολάτρες δεν συμμεριζόμασταν την ανάγκη τους η φύση να μοιάζει με φύση και όχι με παραφύσιν βιασμό από σκουπίδια και αποτσίγαρα.
Μια μέρα η Βαρβάρα έβρασε καλαμπόκια και μας κέρασε. Το πήρα ευχαρίστως και πριν την πρώτη δαγκωνιά, με ρωτάει ένας συνάδελφος (ο οποίος είχε ως βασική ενασχόληση τη θετική ενέργεια και το φιλτράρισμα της αρνητικής) "καλά τώρα αυτό θα το φας;". Απαντάω θετικά, καθώς αυτό το σκοπό είχα και ακούω το συγκλονιστικό "που ξέρεις που το είχε πριν η γύφτισσα και θα το φας". Ζντοοοοοιιιιιινγκ! Αυτό το σχόλιο, ήταν για τη γυναίκα που κάθε πρωί φρόντιζε να είναι το μέρος λαμπίκο, από κάποιον σαν εμάς που δεν το είχε ποτέ κατά νου, να προσφέρει στον εαυτό του και στους άλλους μια τέτοια υπηρεσία ανιδιοτελώς. Η αντίδραση μου φυσικά δεν ήταν φιλική. Τον έλουσα με ένα σωρό κοσμητικά περί ρατσισμού, μίσους και περιθωριοποίησης. Αυτό έγινε γιατί με έπαιρνε και γιατί ήταν ήρεμος και φιλικός. Γιατί στο τρίτο περιστατικό που ακολουθεί, απλά μουγκάθηκα.
Κοντά στο τέλος της σεζόν, με φωνάζει ο Χαλήλ και μου λέει πως για προσωπικούς λόγους θα φύγει νωρίτερα και ήθελε να μου προτείνει να πάρω το μέρος του. Μου είπε: "Εσύ φώτα καλά δεν έχεις και δεν μπορείς να δουλέψεις εκεί που είσαι. Τώρα που θα φύγω έλα στη θέση μου για να είσαι ανάμεσα στους άλλους δύο που έχουν δυνατά φώτα και να μπορείς να δουλέψεις." Με συγκίνησε πολύ και του είπα, να το πει και στους άλλους δύο για να μπω εκεί ανάμεσα στο μέρος του. Και οι δύο του είπαν σαφώς πως είναι καλή ιδέα και θα το κάνουμε έτσι. Την άλλη μέρα που ο Χαλήλ είχε φύγει, το σημείο όπου έστηνε, είχε μικρύνει πολύ ξαφνικά και δεν χωρούσα. Οι δύο που το προηγούμενο βράδυ συμφώνησαν ασυζητητί, με κοιτούσαν και μου έλεγαν "καλά εδώ θα μπεις, δεν βλέπεις πως δεν χωράς" και μεταξύ σοβαρού και αστείου " να είχες καλύτερα φώτα που θέλεις να κουνηθούμε εμείς για να βολευτείς, πως την είδες;" Εκεί πάγωσα. Πήρα τα μπογαλάκια μου και γύρισα στο σημείο που ήμουν. "Τι να κάνω τώρα φασαρία και τι να τους πω που δεν πέρασε ούτε 24ωρο από την κουβέντα μας και δεν ντρέπονται" σκεφτόμουν "ας κάτσω ήσυχα στο μέρος μου και ας μην προκαλέσω άσχημο κλίμα μεταξύ μας". Η αλήθεια είναι όμως πως πληγώθηκα και με πείραξε που κανείς δεν θα αποκαλέσει γύφτους (με όσα στερεότυπα επισύρει ο χαρακτηρισμός) τους δύο γαλανομάτηδες (έτυχε να είναι, τι να κάνουμε) που με έδιωξαν και αποκαλούν γύφτους το Χαλήλ και τη Βαρβάρα, οι οποίοι χωρίς να μας συνδέει καμία ιδιαίτερη σχέση, μου φέρθηκαν τόσο όμορφα και ανθρώπινα καθ΄όλη τη διάρκεια της συνύπαρξης μας.
Οι γύρω μου είχαν τη στόφα του επιχειρηματία που θέλει να εκμηδενίσει τον ανταγωνισμό και να κρατά το κεφάλι του ήσυχο. Σιωπούσαν στον μικρομαφιόζο που κάνει κουμάντο και τραμπουκίζει (σε όσους τον παίρνει) και σιωπούσα κι εγώ. Προτίμησαν να υπακούσουν στην εντολή-απειλή του δημάρχου και να πολεμήσουν τον διπλανό που τους πιάνει το χώρο. Αυτοί είναι το προλεταριάτο στο Φρικονήσι με την αστική ταξική συνείδηση. Οι στίχοι που κολλάνε παντού κολλάνε κι εδώ.
"Μα από την κόλαση μου σου φωνάζω
η εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω"
Να με συγχωρήσουν όσοι αναγνωρίζουν τον εαυτό τους "στους κακούς" της ιστορίας, μόνο για ένα πράγμα, που δεν είχα το κουράγιο και τη δύναμη να τους τα πω στα μούτρα εκείνη τη στιγμή. Και να με συγχωρήσουν κυρίως εκείνοι που αν τους βοηθούσα τότε θα ήμασταν και οι δύο πιο δυνατοί. Δεν έπρεπε να έχω ξεχάσει τα ευχαριστήρια από τους μικροπωλητές στη χρυσή αυγή που "καθάρισαν" τον τόπο από τους άλλους, τους ξένους, τους μαύρους, τους τσιγγάνους. Όλους αυτούς δηλαδή που η δουλειά τους είναι να κλέβουν, να απαγάγουν παιδιά και να εγκληματούν γενικά και όχι να προσπαθούν για το μεροκάματο κι αυτοί, όπως εμείς οι υπόλοιποι, οι σωστοί και καθαροί.
ΥΓ: Μου πήρε δύο μήνες να μπορώ να μιλήσω για όσα είδα και έζησα και πάλι δεν θίγω πολλά από τα τόσα που ήταν πραγματικά σοκαριστικά, καθώς ήμασταν μια μικρογραφία της κοινωνίας, της τάξης των 30 το πολύ ανθρώπων σε ένα ιδανικό μέρος για να ξεπεράσει κάποιος τη μικρότητα του. Η απογοήτευση μου ήταν τόσο μεγάλη, που έλεγα πως δεν θα ασχοληθώ ξανά με την πολιτική και τον αγώνα καθώς ο νεοφιλελευθερισμός έχει τις ρίζες του στη βάση και γι αυτό είναι τόσο ανεκτή από τους περισσότερους η κορυφή. Όμως οι εξελίξεις γύρω μου, μετά την μικρή, ανώδυνη και αναίμακτη ιστοριούλα μου, δεν μου δίνουν αυτή την πολυτέλεια. Ο φόρος είναι ο πόνος, το μίσος, το αίμα, ο θάνατος, ο διασυρμός ανθρώπων και δεν υπάρχει περιθώριο απογοήτευσης αλλά ανασκούμπωμα και αγώνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου