Ο Αργύρης, μικροπωλητής της ποίησης |
Μ. Χατζιδάκις
[Εσμεράλδα,
ο άνεμος. δώδεκα μπαλάντες για τον παρόντα χρόνο, Hollywood από Φεβρουάριο έως Μάιο 1968 –η συλλογή εντάχθηκε στη Μυθολογία Δεύτερη (1968-1982)]
Την γνωρίζω καλά
Αυτή την ακριβή Κυρία
Πού από καιρό έχει πάψει
Να ομολογεί την ηλικία της.
Κάθεται στον ίδιο
Με τον δικό μου δρόμο
Στη γωνιά ακριβώς.
Απ’ τα παράθυρα της
Μπορεί να δει κάθε πρωί
Τις παιδικές φυλακές των «Πέντε Αγίων»
Το νεκροταφείο
Και την αστυνομία πόλεως.
Το εσωτερικό του σπιτιού της, λένε,
Είναι υπέροχο
Αν και φθαρμένο λίγο
Από το Χρόνο
Από τη σκόνη
Κι από την ίδια
Πού χρόνια τώρα κάθεται
Στις ίδιες καρέκλες.
Λένε πολλά γι’ αυτήν
Μα πιο πολύ μιλούν
Για τις πολλές ερωτικές της σχέσεις
Με Στρατηγούς
Με επαγγελματίες Πολιτικούς
Με Διανοούμενους
Άλλα και με Αστυνομικούς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό
Το μαρτυρούν άλλωστε οι εκκλησίες
Τα πολυάριθμα σχολεία
Οι φυλακές και τ’ αναμορφωτήρια
Πού γενναιόδωρα έχει χαρίσει.
Εις το Κράτος.
Το σαλόνι της είναι ανοιχτό
Για όσους δεν έχουν ασχολία
Κι αργοπεθαίνουν από πλήξη.
Κι όσοι πηγαίνουν τ’ ομολογούν
Πώς όλα είναι υπέροχα
Στο σπίτι της καλής αυτής Κυρίας…
Ιδιαίτερα το δειλινό
Στην ώρα του δείπνου
Με την ακριβή ιεροτελεστία του φαγητού
Το σπίτι γίνεται χρυσό
Ένα μνημείο ιστορικό
Με τα πορτρέτα των προγόνων της
Αγωνιστών και δολοφόνων
Με τ’ ακριβά παράσημα των «εθνικών υπηρεσιών»
Με τις περγαμηνές και τα χρυσά μαχαίρια
Με τα κεριά και τα ψηφιδωτά. . .
Και μες σ’ αυτά
Νέοι
Αισθητικοί κι ευαίσθητοι
Προσφέρουνε στους καλεσμένους
Education
Poetry
And
Love.
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»
Κώστας Βάρναλης
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.
ΕΝ ΜΕΓΑΛΗΙ
ΕΛΛΗΝΙΚΗΙ ΑΠΟΙΚΙΑΙ, 200 π.Χ.
Κ. Π. Καβάφης
[Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984]
Ότι τα πράγματα δεν βγαίνουν κατ’ ευχήν στην
Αποικία
δεν μέν’ η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ’ όλο που οπωσούν[1] τραβούμ’
εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο
καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή.
Όμως το πρόσκομμα κ’ η δυσκολία
είναι που κάμνουνε μια ιστορία
μεγάλη κάθε πράγμα οι Αναμορφωταί
αυτοί. (Ευτύχημα θα ήταν αν ποτέ
δεν τους χρειαζόταν κανείς.) Για κάθε τι,
για το παραμικρό ρωτούνε κι εξετάζουν,
κ’ ευθύς στον νου τους ριζικές μεταρρυθμίσεις
βάζουν,
με την απαίτησι να εκτελεσθούν άνευ αναβολής.
Έχουνε και μια κλίσι στες[2] θυσίες.
Παραιτηθείτε από την κτήσιν σας εκείνη∙
η κατοχή σας είναι επισφαλής {…}
Παραιτηθείτε από την πρόσοδον αυτή {…}
Κι όσο τον έλεγχό τους προχωρούνε,
βρίσκουν και βρίσκουν περιττά, και να παυθούν
ζητούνε∙
πράγματα που όμως δύσκολα τα καταργεί κανείς.
Κι όταν με το καλό, τελειώσουνε την εργασία,
κι ορίσαντες και περικόψαντες το παν λεπτομερώς,
απέλθουν, παίρνοντας και την δικαία μισθοδοσία,
να δούμε τι απομένει πια, μετά
τόση δεινότητα χειρουργική. –
Ίσως δεν έφθασεν ακόμη ο καιρός.
Να μη βιαζόμεθα ∙ είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία.
Τα πρόωρα μέτρα φέρνουν μεταμέλεια.
Έχει άτοπα πολλά, βεβαίως και δυστυχώς, η
Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων, να, τραβούμ’ εμπρός.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από έναν διαχειριστή ιστολογίου.
ΑπάντησηΔιαγραφή